Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

τῶν βλαβερῶν

См. также в других словарях:

  • δίπτερα — (diptera). Τάξη εντόμων, που περιλαμβάνει περίπου 100.000 είδη, διαδεδομένα σε ολόκληρη τη Γη. Τα δ. έχουν, στο μεγαλύτερο ποσοστό, μέτριο μέγεθος και γενικά διαθέτουν ένα ζεύγος μεμβρανωδών πτερύγων. Το πίσω ζεύγος έχει μεταπλαστεί σε αισθητήρια …   Dictionary of Greek

  • εντομοκτόνα — Χημικά προϊόντα για την καταπολέμηση των βλαβερών εντόμων. Ανάλογα με τον τρόπο που δρουν πάνω στα έντομα, τα ε. διαιρούνται σε τέσσερις ομάδες. Στην πρώτη, περιλαμβάνονται στομαχικά δηλητήρια, τα οποία εισέρχονται στον οργανισμό από το στόμα και …   Dictionary of Greek

  • κοκκίδες — (coccidae). Οικογένεια ημιπτέρων εντόμων της υπόταξης των ομοπτέρων. Περιλαμβάνει τις κοχενίλες και τις παραπλήσιες μορφές, που χαρακτηρίζονται ως ψείρες των φυτών, γιατί ζουν πάνω σε αυτά απομυζώντας τους χυμούς τους. Τα έντομα της οικογένειας… …   Dictionary of Greek

  • χημειοστειρωτικός — ή, ό, Ν το ουδ. ως ουσ. το χημειοστειρωτικό (βιολ. βιοχ.) κάθε χημική ένωση που χρησιμοποιείται κατά τών βλαβερών ζώων, συνήθως εντόμων, καθώς επιφέρει προσωρινή ή μόνιμη στείρωση τού ενός ή και τών δύο φύλων ή επειδή αποτρέπει την ωρίμαση τών… …   Dictionary of Greek

  • λυσίφλεβος — ο ζωολ. γένος εντόμων τής τάξης υμενόπτερα, παράσιτα τών αφίδων, που είναι πολύ ωφέλιμα, γιατί συμβάλλουν στην καταπολέμηση τών βλαβερών εντόμων …   Dictionary of Greek

  • ντι ντι τι — το άκλ. συντομογραφία ισχυρού εντομοκτόνου που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα παλαιότερα, αλλά αντικαταστάθηκε σταδιακά εξαιτίας τών βλαβερών επιδράσεών του στο περιβάλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. DDT, αρχικά τών λ. dichloro diphenyl trichloro ethane] …   Dictionary of Greek

  • ξεβοτάνισμα — το [ξεβοτανίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεβοτανίζω, η αφαίρεση τών βλαβερών χορταριών από καλλιεργημένο χωράφι, βοτάνισμα …   Dictionary of Greek

  • εντομοκτόνο — το (ενν. φάρμακο), προϊόν με μορφή αερίου, υγρού ή σκόνης, κατάλληλο για την εξόντωση των βλαβερών ή ενοχλητικών εντόμων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εντομοκτόνος — α, ο 1. ο χρήσιμος για την καταστροφή των βλαβερών ή ενοχλητικών εντόμων: Σκόνη εντομοκτόνα. 2. το ουδ. ως ουσ., εντομοκτόνο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εντομοπαγίδες — οι παγίδες (σφηκοπαγίδες, φωτοπαγίδες κτλ.) για την καταπολέμηση των βλαβερών εντόμων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • οικολογία — Τμήμα της βιολογίας που μελετά τις σχέσεις των έμβιων όντων μεταξύ τους και ιδιαίτερα με το περιβάλλον στο οποίο ζουν. Πριν από λίγο σχετικά χρόνο, η ο., ως επιστήμη μελέτης, ήταν περιορισμένη στον γεωργικό τομέα, με αντικειμενικό και πρακτικό… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»